- ἱρήϊον
ἱρήϊον, τό, ion. = ἱερεῖον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱρήϊον, τό, ion. = ἱερεῖον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱρήιον — ἱρήϊον , ἱερεῖον victim neut nom/voc/acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Eólico (dialecto) — Saltar a navegación, búsqueda Distribución de los dialectos griegos hacia el 400 a. C. 1 a 4: Eólico. 1: Eolia. 2: Lesbos. 3: Tesalia. 4: Beocia. El eólico es un dialecto del griego clásico que se hablaba en la costa de Asia … Wikipedia Español
ιερείον — ἱερεῑον, δωρ. τ. ἱαρήϊον, ιων. τ. ἱερήϊον και ἱρήϊον, τὸ (Α) [ιερεύς] 1. το ζώο που σφαζόταν για θυσία («ἐπεὶ οὐχ ἱερήϊον οὐδὲ βοείην ἀρνύσθην», Ομ. Ιλ.) 2. ζώο που σφαζόταν για τροφή, σφαχτό 3. θυσία προς τιμή τών νεκρών … Dictionary of Greek
σκυταλίδα — η / σκυταλίς, ίδος, ΝΑ υποκορ. νεοελλ. ναυτ. φωτοβολίδα που έχει διάφορα χρώματα και η οποία ρίχνεται ψηλά με σωλήνα για την μεταβίβαση μηνύματος ή για την σήμανση τη νύχτα, στη διάρκεια γυμνασίων ή πολεμικών επιχειρήσεων αρχ. 1. μικρό ραβδί ή… … Dictionary of Greek