- ώρᾱϊσμός
ώρᾱϊσμός, ὁ, Schmuck, Putz, das Ausschmücken, Herausputzen, gew. im tadelnden Sinne; Schol. Pind. N. 8, 1; Eust. 317, 41; Plut. Fab. M. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ώρᾱϊσμός, ὁ, Schmuck, Putz, das Ausschmücken, Herausputzen, gew. im tadelnden Sinne; Schol. Pind. N. 8, 1; Eust. 317, 41; Plut. Fab. M. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὡραισμός — adornment masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωραϊσμός — ο / ὡραϊσμός, ΝΜΑ [ὡραΐζω, ομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ωραΐζω, εξωραϊσμός μσν. αρχ. ομορφιά, ωραιότητα αρχ. μτφ. α) εκθήλυνση β) (για λεκτικό ύφος) κομψότητα … Dictionary of Greek
ὡραισμοῖς — ὡραισμός adornment masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραισμοῦ — ὡραισμός adornment masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραισμούς — ὡραισμός adornment masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραισμῶν — ὡραισμός adornment masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραισμῷ — ὡραισμός adornment masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡραισμόν — ὡραισμός adornment masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωράϊσις — ίσεως, ἡ, ΜΑ [ὡραΐζω] ωραϊσμός, καλλωπισμός … Dictionary of Greek