- ἱρέα
ἱρέα, ἡ, dor. = ἱέρεια, Priesterinn, Pind. P. 4, 5, nach Böckh.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱρέα, ἡ, dor. = ἱέρεια, Priesterinn, Pind. P. 4, 5, nach Böckh.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιρέα — ἱρέα, ἡ (Α) ιων. τ. τού ιέρεια* … Dictionary of Greek
ἱρέα — ἱρέᾱ , ἱερεύς priest masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱρέας — ἱρέᾱς , ἱερεύς priest masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιέρεια — ἡ (ΑΜ ἱέρεια, Α ιων. τ. ἱρείη, επικ. τ. ἱερέη και ἱερῇ, δωρ. τ. ἱρέα και ἱαρέα και ἱαρία) αφοσιωμένη σε κάποιο θεό, επιφορτισμένη να τελεί θρησκευτικές τελετές νεοελλ. «ιέρεια τής τέχνης» διάσημη ηθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ιερεύς* (πρβλ.… … Dictionary of Greek