- ώράϊσμα
ώράϊσμα, τό, Putz, Schol. Pind. N. 8, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ώράϊσμα, τό, Putz, Schol. Pind. N. 8, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωράισμα — ίσματος, το / ὡράϊσμα, ΝΜΑ [ὡραΐζω] καθετί που εξωραΐζει, καλλώπισμα, στόλισμα … Dictionary of Greek