- ώρο-θέτης
ώρο-θέτης, ὁ, Nativitätsteller, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ώρο-θέτης, ὁ, Nativitätsteller, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονοματοθέτης — ο (Α ὀνοματοθέτης) αυτός που δίνει όνομα σε κάποιον ή σε κάτι νεοελλ. 1. ανάδοχος, νονός 2. αυτός που ασχολείται με την επιστημονική ή τεχνική ονοματοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, ατος + θέτης (< τίθημι), πρβλ. ωρο θέτης] … Dictionary of Greek