- ἱρο
ἱρο-, die so anfangenden compp. s. unter ἱερο-, es sind ion. u. ep. Formen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱρο-, die so anfangenden compp. s. unter ἱερο-, es sind ion. u. ep. Formen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιρο- — ἱρο (Α) ιων. και επικ. συνηρ. τ. τού ιερό * … Dictionary of Greek
Ίρα ή Ιρά — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Λέσβου. Πήρε την ονομασία της από τον ήρωα Ίρο. 2. Πόλη των Μαλιέων. Πήρε την ονομασία της από τον Ίρο. Ο τελευταίος ήταν πατέρας της Χρυσίππης, πεθερός του Φθία και παππούς του Δευκαλίωνα. 3. Πόλη της… … Dictionary of Greek
ιππότης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους ηγεμόνες της δεύτερης εισβολής των Ηρακλειδών, γιος του Φίλαντα και δισέγγονος του Ηρακλή. Σκότωσε στη Ναύπακτο τη μάντισσα Κάρνο και με υπόδειξη του Απόλλωνα καταδικάστηκε σε εξορία. Τον θεωρούσαν… … Dictionary of Greek
ιροπόλος — ἱροπόλος, ό, ἡ (Α) επιγρ. ιερέας ή ιέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱρο * + πόλος (< πέλω / πέλομαι «κινούμαι, γίνομαι, υπάρχω»), πρβλ. αι πόλος, θεο πόλος] … Dictionary of Greek
ιρόχθων — ἱρόχθων, ό, ἡ (Α) επιγρ. αυτός που ανήκει σε ιερή γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱρο * + χθων (< χθών, χθονός), πρβλ. ιππό χθων, πλουτό χθων] … Dictionary of Greek