ώριάς

ώριάς

ώριάς, άδος, ἡ, bes. poet. fem. zu ὥριος, φύσις Orph. H. 9, 19, die Horen zeugend, gebend.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὡριάς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωριάς — άδος, ἡ, Α ποιητ. τ. θηλ. τού επιθ. ὥριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥριος + επίθημα (ι)άς (πρβλ. πελωρ ιάς)] …   Dictionary of Greek

  • Ωριάς, κάστρο της― — Με το όνομα αυτό αναφέρονται πολλά μεσαιωνικά ή μεταγενέστερα φρούρια (κάστρα), σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Τα σημαντικότερα βρίσκονται στην Κυνουρία, στη Μάνη, στην Αρκαδία, στην Κεφαλονιά, στους αρχαίους Πρόνους, στα Tέμπη της Θεσσαλίας, στα …   Dictionary of Greek

  • Τέμπη — I Κοιλάδα της βορειοανατολικής Θεσσαλίας. Σχηματίζεται στο σημείο, όπου ο Πηνειός ποταμός διασχίζει την περιοχή μεταξύ των βουνών Όλυμπου και Όσσας. Έχει μήκος 7 8 χλμ. και σε ένα σημείο είναι στενή, με πλάτος που δεν ξεπερνά τα 40 μ. Τα Τ. έχουν …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • πανώριος — α, ο πάρα πολύ όμορφος, πανέμορφος, ωραιότατος. επίρρ... πανώρια με πάρα πολύ όμορφο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανώραιος, με συνίζηση, πρβλ. το Κάστρο τής Ωριάς (< ωραίας)] …   Dictionary of Greek

  • ωριά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 254 κάτ.), στην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ.). * * * η, Ν 1. ωραία γυναίκα 2. φρ. «τής Ωριάς το κάστρο» (λαογρ.) ονομασία πολλών μεσαιωνικών κάστρων τής… …   Dictionary of Greek

  • Εβραιόκαστρο — Ονομασία πολλών κάστρων κυρίως στη νησιωτική Ελλάδα (Άνδρο, Κύθνο, Πάρο, Αμοργό, Τήνο, Λήμνο κ.α.), όπου απαντά με διάφορους τύπους: Εβριόκαστρο, Οβρεόκαστρο, Οβριόκαστρο, Βριόκαστρο, Βριγιόκαστρο. Η ονομασία Ε. έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις… …   Dictionary of Greek

  • Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… …   Dictionary of Greek

  • Σπυριδάκης, Γεώργιος — Καθηγητής στο πανεπιστήμιο, λαογράφος (1906 1975). Καταγόταν από την Κρήτη, σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας και έπειτα ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Διατέλεσε καθηγητής μέσης εκπαίδευσης,… …   Dictionary of Greek

  • Ωριά — η 1. κύριο όνομα. 2. φρ., «της Ωριάς το Κάστρο», μυθικό φρούριο που το υπεράσπισε γενναία η Ωριά (ωραία, όμορφη) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”