- ώριαίνω
ώριαίνω, ὡριαίνομαι, = ὡραΐζω, ὡραΐζομαι, Clearch. bei Ath. 554 b u. Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ώριαίνω, ὡριαίνομαι, = ὡραΐζω, ὡραΐζομαι, Clearch. bei Ath. 554 b u. Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωριαίνω — Α [ὥρα] (κατά τον Ησύχ.) «ὡραΐζω», καλλωπίζω … Dictionary of Greek