- ώριμότης
ώριμότης, ητος, ἡ, Reife, Zeitigkeit, Schol. Il. 9, 119.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ώριμότης, ητος, ἡ, Reife, Zeitigkeit, Schol. Il. 9, 119.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωριμότητα — η / ὡριμότης, ότητος, ΝΜΑ [ώριμος] (για καρπούς) η ιδιότητα ή η κατάσταση τού ώριμου, το μέστωμα νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) η κατάσταση πλήρους σωματικής ανάπτυξης και πνευματικής συγκρότησης … Dictionary of Greek