- ἱρεύς
ἱρεύς, ὁ, ion. u. ep. = ἱερεύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱρεύς, ὁ, ion. u. ep. = ἱερεύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιρεύς — ἱρεύς, ὁ (Α) ιων. και επικ. τ. τού ιερεύς* … Dictionary of Greek
ἱρεύς — ἱερεύς priest masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… … Dictionary of Greek