- ἰπνεύω
ἰπνεύω, im Ofen rösten, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰπνεύω, im Ofen rösten, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπνεύω — ἰπνεύω ή ομαι (Α) [ιπνός] 1. ψήνω ή ξηραίνω κάτι στον κλίβανο, στον φούρνο 2. παθ. ἰπνεύομαι (κατὰ τον Ησύχ.) «ἐφρύγετο, ἰπνεύετο» … Dictionary of Greek
προσαντιπνεύσει — πρός , ἀντί ἰπνεύω dry aor subj act 3rd sg (epic) πρός , ἀντί ἰπνεύω dry fut ind mid 2nd sg πρός , ἀντί ἰπνεύω dry fut ind act 3rd sg προσαντῑπνεύσει , πρός , ἀντί ἰπνεύω dry futperf ind mp 2nd sg προσαντῑπνεύσει , πρός , ἀντί ἰπνεύω dry… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπνευσθέντα — ἐπί ἰπνεύω dry aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπί ἰπνεύω dry aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπνεύσειν — ἐπί ἰπνεύω dry fut inf act (attic epic) ἐπῑπνεύσειν , ἐπί ἰπνεύω dry futperf inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰπνεύετο — ἰ̱πνεύετο , ἰπνεύω dry imperf ind mp 3rd sg ἰπνεύω dry imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπνευτής — ἰπνευτής, ὁ (Α) [ιπνεύω] αυτός που ξηραίνει ή ψήνει κάτι σε κλίβανο, σε φούρνο, ο φούρναρης … Dictionary of Greek
ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… … Dictionary of Greek
περιπνεύοντες — περί ἰπνεύω dry pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπνευσθείης — ἐπί ἰπνεύω dry aor opt pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπνευσθῆναι — ἐπί ἰπνεύω dry aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπνεύων — ἐπί ἰπνεύω dry pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)