- ἱππάρδιον
ἱππάρδιον, τό, der Kamelpardel (vgl. πάρδος), Arist. H. A. 2, 1, conj. für πάρδιον, es müßte ἱπποπάρδιον lauten.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππάρδιον, τό, der Kamelpardel (vgl. πάρδος), Arist. H. A. 2, 1, conj. für πάρδιον, es müßte ἱπποπάρδιον lauten.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιππάρδιον — ἱππάρδιον, τὸ (Α) (αμφίβ. Υρφ. στον Αριστοτ.) πιθ. η καμηλοπάρδαλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + πάρδ ιον (< πάρδος + υποκορ. κατάλ. ιον)] … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek