- ἱππο-βήτης
ἱππο-βήτης, ὁ, bei Her. 5, 77 f. L. für ἱπποβόται.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππο-βήτης, ὁ, bei Her. 5, 77 f. L. für ἱπποβόται.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αεροβάτης — ο (Α ἀεροβάτης) αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα (στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ … Dictionary of Greek