ἱππ-ηλάτης

ἱππ-ηλάτης

ἱππ-ηλάτης, , der Rossetreiber, Rosselenker, Reiter; πᾶς γὰρ ἱππ. καὶ πεδοστιβὴς λεώς Aesch. Pers. 124; Eur. Rhes. 117.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποινηλάτης — ὁ, θηλ. ποινηλάτις, ιδος, Μ εκδικητής, τιμωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινή + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ηλάτης, με έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ιππηλάτης — ο (ΑΜ ἱππηλάτης και ας, ομηρ. μόνο ίππηλάτα, ως επίθ.) νεοελλ. ιππέας ιπποδρομίου, αναβάτης, αυτός που τρέχει πάνω σε άλογο σε ιππικούς αγώνες, κν. τζόκεϋ || (μσν. αρχ.) αυτός που οδηγεί ίππο ή άρμα αρχ. 1. ο μαχόμενος έφιππος ή πάνω σε άρμα,… …   Dictionary of Greek

  • μηλάτης — και μηλότης, ὁ (Α) ο ποιμένας (α. «μηλόται ποιμένες», Ησύχ. β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῡνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. μηλ ότης < μῆλον (II) «κοπάδι, αγέλη ζώων» + κατάλ. ότης (πρβλ. ιππ ότης, τοξ ότης). Το μηλ άτης έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”