ἱππ-ημολγός

ἱππ-ημολγός

ἱππ-ημολγός, Rosse melkend, Hes. frg. 17, Κιμμέριοι Call. Dian. 252. So hieß bes. ein Scythenstamm, die Rossemelker, die, wie noch heut zu Tage die Kalmücken, Pferdemilch tranken, Il. 13, 5, Strab. VII, 296 ff.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιππημολγός — ἱππημολγός, ὁ (Α) (για σκυθική ή ταταρική φυλή) αυτός που αρμέγει φοράδες, επομ. που χρησιμοποιεί το γάλα φοράδας για τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ημολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βου μολγός, Κυν αμολγός. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”