- ἱππο-βοσκός
ἱππο-βοσκός, Rosse weidend, Ael. H. A. 6, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππο-βοσκός, Rosse weidend, Ael. H. A. 6, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιονοβοσκός — όν, Α αυτός που τρέφεται με χιόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ἱππο βοσκός, χοιρο βοσκός] … Dictionary of Greek
ιπποβουκόλος — ἱπποβουκόλος, ὁ (Α) ιπποβοσκός, βοσκός ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππο * + βουκόλος*] … Dictionary of Greek
μηλονομεύς — μηλονομεύς, έως, ὁ (Α) βοσκός αιγοπροβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + νομεύς (πρβλ. ιππο νομεύς)] … Dictionary of Greek
μηλονόμης — μηλονόμης, δωρ. τ. μηλονόμας, ὁ (Α) ποιμένας, βοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «ποίμνιο» + νόμης / νόμᾱς (< νέμω), πρβλ. ιππο νόμᾱς] … Dictionary of Greek