- ἱππο-γνώμων
ἱππο-γνώμων, ονος, pferdekundig, u. übertr., ϑυμός, übh. kundig, Aesch. frg. 219; vgl. Schol. Soph. Ai. 143.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππο-γνώμων, ονος, pferdekundig, u. übertr., ϑυμός, übh. kundig, Aesch. frg. 219; vgl. Schol. Soph. Ai. 143.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοσογνώμων — νοσογνώμων, ον (Α) νοσογνωμονικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + γνώμων (πρβλ. ιππο γνώμων, λιθο γνώμων)] … Dictionary of Greek
λιθογνώμονας — ο, η (Α λιθογνώμων, όγνωμον) ο ειδικός σε θέματα σχετικά με τους πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθο(ο) * + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ιππο γνώμων] … Dictionary of Greek
ορνιθογνώμων — ὀρνιθογνώμων, ον (Α) ο γνώστης θεμάτων σχετικών με τα πτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ιππο γνώμων] … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek