- ἱππο-κέντωρ
ἱππο-κέντωρ, ορος, die Pferde stachelnd, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππο-κέντωρ, ορος, die Pferde stachelnd, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποκέντωρ — ἱπποκέντωρ, ορος, ὁ (Μ) αυτός που κεντρίζει τον ίππο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κέντωρ (< κεντῶ)] … Dictionary of Greek