παντο-τρόφος

παντο-τρόφος

παντο-τρόφος, = παντρόφος, Aesch. frg. 178 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παντρόφος — ον, Α αυτός που τρέφει τους πάντες και τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. παντο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • πολυτρόφος — ον, Α (με ενεργ. σημ.) 1. αυτός που παρέχει άφθονη τροφή 2. πολύ θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. παντο τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • φιλοτρόφος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να τρέφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. παντο τρόφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”