- ἱππο-φορβός
ἱππο-φορβός, ὁ, der Pferde füttert, zieht, hält; Plat. Polit. 261. d; Arist. H. A. 6, 22; γῆ, Land zum Pferdehalten geeignet, D. Hal. 1, 37; αὐλός, der Pferdehirten, Poll. 4, 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππο-φορβός, ὁ, der Pferde füttert, zieht, hält; Plat. Polit. 261. d; Arist. H. A. 6, 22; γῆ, Land zum Pferdehalten geeignet, D. Hal. 1, 37; αὐλός, der Pferdehirten, Poll. 4, 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμηλοφορβός — καμηλοφορβός, ὁ (Μ) καμηλοβοσκός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + φορβός (< φέρβω «τρέφω»), πρβλ. βου φορβός, ιππο φορβός] … Dictionary of Greek
ονοφορβός — ὀνοφορβός, ὁ (Α) αυτός που εκτρέφει όνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + φορβός (< *φορβός < φέρβω «τρέφω»), πρβλ. ιππο φορβός] … Dictionary of Greek
συοφορβός — και συφορβός, όν, Α εκτροφέας χοίρων, χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + φορβός (< φέρβω «τρέφω»), πρβλ. βου φορβός, ιππο φορβός] … Dictionary of Greek
σωματοφορβός — όν, Α αυτός που τρέφει, που συντηρεί το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + φορβός (< φέρδω «τρέφω»), πρβλ. ιππο φορβός] … Dictionary of Greek
υφορβός — και ὑοφορβός, ὁ, Α (επικ. τ.) ο χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + φορβός (< φέρβω «τρέφω»), πρβλ. ἱππο φορβός] … Dictionary of Greek