ἱππο-τόκος

ἱππο-τόκος

ἱππο-τόκος, ein Pferd gebärend, Medusa, Nonn. 47, 693.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηδυτόκος — ἡδυτόκος, ον (Α) αυτός που παράγει γλυκά πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος, ερωτο τόκος, ιππο τόκος] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοτόκος — ἰχθυοτόκος, ον (Α) αυτός που παράγει ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος, ιππο τόκος] …   Dictionary of Greek

  • νεβροτόκος — νεβροτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά νεβρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + τόκος (< τίκτω), πρβλ. ιππο τόκος, καρπο τόκος] …   Dictionary of Greek

  • οινοτόκος — οἰνοτόκος, ον (Α) (για αμπέλι) αυτός που παράγει κρασί («οἰνοτόκος βότρυς», Noνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ιππο τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • ιπποτόκος — ἱπποτόκος, ον (Α) (για τη Μέδουσα) αυτή που γέννησε ίππο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τόκος (< τίκτω), πρβλ. διδυμο τόκος, φυλλο τόκος] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυβόλος — ἰχθυβόλος και ἰχθυοβόλος, ον (Α) 1. αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει 2. αλιευτικός («ἰχθυβόλος μηχανή» αλιευτική τρίαινα, καμάκι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυβόλος αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”