ἱππο-τρόφος

ἱππο-τρόφος

ἱππο-τρόφος, Pferde fütternd, haltend; Θρῄκη Hes. O. 605; ἄστυ Pind. N. 10, 41, vgl. I. 3, 32; bes. zu Wettrennen, Dem. 18, 330, Zeichen des reichen Mannes; Sp., wie Plut. Them. 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… …   Dictionary of Greek

  • τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κηρότροφος — (I) κηρότροφος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από κερί, κηρόπλαστος, κέρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + τροφός (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό τροφος, οικό τροφος]. (II) κηρότροφος, ον (Α) αυτός που τρέφει τον θάνατο, θανατηφόρος («ὅτε λυγρὰ θαλπούσης ὄφιος… …   Dictionary of Greek

  • καμηλοτρόφος — καμηλοτρόφος, ὁ (Α) πάπ. αυτός που τρέφει, που διατηρεί καμήλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + τρόφος (< τροφός < τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, κτηνο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • ιδιοτρόφος — ἰδιοτρόφος, ον (Α) αυτός που τρέφει ζώα ένα από κάθε είδος, όχι σε κοπάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + τροφος (< τροφή), πρβλ. θηρο τρόφος, ιππο τρόφος η λ. έχει παθ. σημ., εν αντιθέσει προς το ιδιότροφος*] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοτρόφος — ο (Α ἰχθυοτρόφος, ον) (για θάλασσα, λίμνη, ποταμό) αυτός που τρέφει άφθονα ψάρια, αυτός που είναι γεμάτος ψάρια νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ιχθυοτρόφος αυτός που ασχολείται με την ιχθυοτροφία, ο ιχθυοκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + τρόφος (<… …   Dictionary of Greek

  • κονικλοτρόφος — ο, η αυτός που εκτρέφει κουνέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνικλος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, κτηνο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοτρόφος — κοσμοτρόφος, ον (ΑM) αυτός που διατρέφει τον κόσμο («κατῆρχε γῆς τῆς θαυμαστῆς, καλλίστης κοσμοτρόφου», Βί. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, κουρο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • κυνοτρόφος — κυνοτρόφος, ον (Α) αυτός που εκτρέφει σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + τροφός (< τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, κτηνο τρόφος)] …   Dictionary of Greek

  • λιμιτοτρόφος — λιμιτοτρόφος, ον (Μ) προμηθευτής τών στρατευμάτων τών συνόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμιτον + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, κουρο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • μοσχοτρόφος — μοσχοτρόφος, ον (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τρέφει μόσχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, μηλο τρόφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”