- ἱππο-στάσιον
ἱππο-στάσιον, τό, = Folgdm; Lys. bei Poll. 9, 50; App. Pun. 95 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππο-στάσιον, τό, = Folgdm; Lys. bei Poll. 9, 50; App. Pun. 95 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιοστάσι — το ελαιοφυτεία, ελαιώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἐλαιοστάσιον, κατά τα αρχ. βου στάσιον, ἱππο στάσιον βλ. λιο (II)] … Dictionary of Greek