- ἱππαλέος
ἱππαλέος, poet. = ἱππικός, ὅμιλος, Opp. C. 1, 169 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππαλέος, poet. = ἱππικός, ὅμιλος, Opp. C. 1, 169 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιππαλέος — ἱππαλέος, α, ον (Α) [ίππος] μτγν. ποιητ. τ. αντί ιππικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππ ος + κατάλ. αλέος (πρβλ. διψ αλέος, πειν αλέος)] … Dictionary of Greek
ἱππαλέη — ἱππαλέος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππαλέην — ἱππαλέος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππαλέοισιν — ἱππαλέος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek