ἱππ-ελάτης

ἱππ-ελάτης

ἱππ-ελάτης, , Rossetreiber, Reiter, Opp. C. 1, 95. S. ἱππηλάτης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καμηλάτης — καμηλάτης, ὁ (Α) οδηγός καμήλας, καμηλιέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καμηλ ελάτης (με απλολογία) < κάμηλος + ελάτης (< ελαύνω), πρβλ. ιππ ελάτης, ταυρ ελάτης] …   Dictionary of Greek

  • ιππελάτης — ἱππελάτης, ό, θηλ. ίππελάτειρα (Α) αυτός που οδηγεί ή ιππεύει ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ελάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ον ελάτης, ταυρ ελάτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”