- παντο-πώλιον
παντο-πώλιον, τό, = παντοπωλεῖον, Plat. Rep. VIII, 557 d u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντο-πώλιον, τό, = παντοπωλεῖον, Plat. Rep. VIII, 557 d u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμοπώλιον — θερμοπώλιον, τὸ (Α) μαγειρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + πώλιον (< πώλης < πωλώ), πρβλ. αρτο πώλιον, παντο πώλιον] … Dictionary of Greek