- ἱππαστικός
ἱππαστικός, der gern reitet, Plut. Alc. 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππαστικός, der gern reitet, Plut. Alc. 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιππαστικός — ἱππαστικός, ή, όν (Α) [ιππαστός] αυτός που αρέσκεται στην ιππασία, που έχει επίδοση στην ιππασία … Dictionary of Greek
ἱππαστικός — fond of riding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππαστικόν — ἱππαστικός fond of riding masc acc sg ἱππαστικός fond of riding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)