- ἱππό-βοτος
ἱππό-βοτος, von Rossen beweidet, gute Weide für Pferde, große Pferdeheerden habend, bes. Ἄργος, Il. 2, 287 u. öfter; vgl. Od. 4, 605; Eur. Suppl. 377; πεδίον Andr. 1230.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππό-βοτος, von Rossen beweidet, gute Weide für Pferde, große Pferdeheerden habend, bes. Ἄργος, Il. 2, 287 u. öfter; vgl. Od. 4, 605; Eur. Suppl. 377; πεδίον Andr. 1230.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρόβοτος — θηρόβοτος, ον (Α) 1. ο τόπος όπου τρέφονται άγρια ζώα ή που συντελεί στην εμφάνιση θηρίων («θηρόβοτος ἐρημοσύνη», ΑΠ) 2. θηριοσύχναστος άγριος τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί βοτος, ιππό βοτος] … Dictionary of Greek
ιχθύβοτος — ἰχθύβοτος, ον (Α) περιοχή που τρέφει ψάρια, τόπος όπου βόσκουν τα ψάρια, επειδή βρίσκουν άφθονη τροφή («ἰχθύβοτοι νομαί», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βοτος (< βόσκω), πρβλ. βού βοτος, ιππό βοτος] … Dictionary of Greek
λεοντόβοτος — λεοντόβοτος, ον (Α) (για τόπο) αυτός στον οποίο ζουν λιοντάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + βοτος (< βόσκω), πρβλ. θηρό βοτος, ιππό βοτος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek
μελισσόβοτος — μελισσόβοτος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκεται από μέλισσες («μελισσοβότου Ἑλικῶνος», Ανθ. Παλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὀ μελισσόβοτον άλλη ονομασία τού φυτού μελισσοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + βοτος (< βοτόν), πρβλ. ιππό βοτος, μηλό βοτος] … Dictionary of Greek
μηλόβοτος — μηλόβοτος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκεται από πρόβατα («μηλοβότου Φρυγίας», Αισχύλ.) 2. μτφ. αυτός που τίθεται στη διάθεση ανάξιων προσώπων («μηλόβοτον γυναίοις τὴν ἀρχῆν ἀνῆκεν», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + βοτος (< βόσκω),… … Dictionary of Greek
οιωνόβοτος — οἰωνόβοτος, ον (Α) οιωνόβρωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + βοτός (< βόσκω), πρβλ. ιππό βοτος, μηλό βοτος] … Dictionary of Greek
οναγρόβοτος — ὀναγρόβοτος, ον (Α) (για τόπο) αυτός όπου βόσκουν όναγροι («τὰ τῶν Λυκαόνων ὀροπέδια ψυχρὰ καὶ ψιλὰ καὶ ὀναγρόβοτα», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄναγρος + βοτος (< βόσκω), πρβλ. ιππό βοτος, μηλό βοτος] … Dictionary of Greek
σύβοτον — τὸ, Α 1. συν. στον πληθ. τά σύβοτα τόπος όπου βόσκουν χοίροι 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τά Σύβοτα ονομασία μικρών νησιών κοντά στην Κέρκυρα, καθώς και μέρος τής απέναντι ακτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + βότος (< βόσκω), πρβλ. μηλό … Dictionary of Greek