- ἱππό-μορφος
ἱππό-μορφος, wie ein Pferd gestaltet, Plat. Phaedr. 253 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππό-μορφος, wie ein Pferd gestaltet, Plat. Phaedr. 253 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φωτόμορφος — ον, Μ αυτός που έχει μορφή φωτός, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + μορφος (< μορφή), πρβλ. γυναικό μορφος, ἱππό μορφος] … Dictionary of Greek
χαριτόμορφος — η, ο, Ν αυτός που έχει χαριτωμένη μορφή, όμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + μορφος (< μορφή), πρβλ. γυναικό μορφος, ἱππό μορφος) … Dictionary of Greek
ιππόμορφος — ἱππόμορφος, ον (Α) αυτός που έχει μορφή ίππου, όμοιος με ίππο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + μορφος (< μορφή)] … Dictionary of Greek