- παντο-ποιός
παντο-ποιός, Alles thuend, Theophr. char. 6, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντο-ποιός, Alles thuend, Theophr. char. 6, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περισσοποιός — όν, Α (για αριθμό) αυτός που καθιστά περιττό έναν άλλο αριθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. παντο ποιός] … Dictionary of Greek