- Ἕλλην
Ἕλλην, u. die Abgeleiteten, s. nom. propr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἕλλην, u. die Abgeleiteten, s. nom. propr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἕλλην' — Ἕλληνα , Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief masc/fem acc sg Ἕλληνι , Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief masc/fem dat sg Ἕλληνε , Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἕλλην — Ἕλλη fem acc sg (attic epic ionic) Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Έλλην — Μηνιαία πολιτική επιθεώρηση, η οποία ιδρύθηκε το 1942 από τον Άγγελο Κασιγόνη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Αργότερα μετατράπηκε σε εβδομαδιαία, με αρχισυντάκτη τον ποιητή Θεοδόση Πιερίδη. Η έκδοση συνεχίστηκε έως το 1946 … Dictionary of Greek
ἑλλήν — ἑλλά fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιγυπτιώτης Έλλην — Εβδομαδιαία εφημερίδα με έδρα την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (1932 40). Στις σελίδες της καταχωρούσε και κείμενα στην αραβική. Ιδρυτής της υπήρξε ο Άγγελος Κασιγόνης … Dictionary of Greek
Ανώνυμος ο Έλλην — Ψευδώνυμο του συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας. Πολλές εικασίες έχουν γίνει για το αληθινό όνομα του συγγραφέα. Ο Ν. Τωμαδάκης, για παράδειγμα, θεωρεί συγγραφέα του τον Σπάχο, ο Γ. Βαλέτας τον Πασχάλη Δονά και άλλοι τον Ιωάννη Κωλέττη … Dictionary of Greek
Μάξιμος ο Γραικός ή ο Έλλην — (Άρτα 1470; – μονή Αγίου Σεργίου, κοντά στη Μόσχα 1556). Θεολόγος και συγγραφέας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Τριβώλης, Η πολύπλευρη δράση του στη Ρωσία τον κατέστησε γνωστό στην ιστορία ως «φωτιστή των Ρώσων». Καταγόταν από εύπορη… … Dictionary of Greek
ЭЛЛИН — • Έλλην, см. Deucalion, Девкалион … Реальный словарь классических древностей
Ἑλλήνεσσι — Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλλήνεσσιν — Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλλήνοιν — Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief masc/fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)