- ἜΡΑ
ἜΡΑ, terra, Erde, als Stammform von dem Folgenden, vgl. Schol. Il. 1, 4, von ἔνεροι, wenigstens bei den Alten, u. von ἔρημοι u. ä. angenommen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἜΡΑ, terra, Erde, als Stammform von dem Folgenden, vgl. Schol. Il. 1, 4, von ἔνεροι, wenigstens bei den Alten, u. von ἔρημοι u. ä. angenommen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔρα — ἔρᾱ , ἔρα earth fem nom/voc/acc dual ἔρᾱ , ἔρα earth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἔρᾱ , ἔραμαι love pres imperat mp 2nd sg (doric aeolic) ἔρᾱ , ἔρος 2 wool neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἔρᾱ , ἐράω 1 love pres imperat act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρα — (I) ἔρα, ἡ (Α) 1. η γη 2. η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. άνω γερμ. ero «γη», ουαλ. er w «αγρός», γοτθ. airpa «γη» κ.ά. Η ύπαρξη παράγωγου επίρρ. έρα ζε οδήγησε στην ερμηνεία τής γλώσσας τού Ησυχίου έρας ως ουδετέρου, ενώ, κατ’ άλλους,… … Dictionary of Greek
ἔρᾳ — ἔραι , ἔρα earth fem nom/voc pl ἔρᾱͅ , ἔρα earth fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρᾷ — ἐράομαι love pres subj mp 2nd sg ἐράομαι love pres ind mp 2nd sg (epic) ἐράω 1 love pres subj mp 2nd sg ἐράω 1 love pres ind mp 2nd sg (epic) ἐράω 1 love pres subj act 3rd sg ἐράω 1 love pres ind act 3rd sg (epic) ἐράω 2 pour forth pres subj mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρᾶι — ἐρᾷ , ἐράομαι love pres subj mp 2nd sg ἐρᾷ , ἐράομαι love pres ind mp 2nd sg (epic) ἐρᾷ , ἐράω 1 love pres subj mp 2nd sg ἐρᾷ , ἐράω 1 love pres ind mp 2nd sg (epic) ἐρᾷ , ἐράω 1 love pres subj act 3rd sg ἐρᾷ , ἐράω 1 love pres ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐράθην — ἐρά̱θην , ἐράομαι love aor ind mp 3rd pl (attic epic doric aeolic) ἐρά̱θην , ἐράομαι love aor ind mp 1st sg (attic) ἐρά̱θην , ἐράομαι love aor ind mp 3rd pl (epic doric aeolic) ἐρά̱θην , ἐράομαι love aor ind mp 1st sg (doric aeolic) ἐρά̱θην ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔραν — ἔρᾱν , ἔρα earth fem acc sg (attic doric aeolic) ἔρᾱν , ἐράω 1 love imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἔρᾱν , ἐράω 1 love imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἔρᾱν , ἐράω 2 pour forth imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἔρᾱν , ἐράω 2 pour … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρας — ἔρᾱς , ἔρα earth fem acc pl ἔρᾱς , ἔρα earth fem gen sg (attic doric aeolic) ἔρᾱς , ἐράω 1 love imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἔρᾱς , ἐράω 2 pour forth imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐράσας — ἐρά̱σᾱς , ἐράω 1 love pres part act fem acc pl (doric) ἐρά̱σᾱς , ἐράω 1 love pres part act fem gen sg (doric) ἐρά̱σᾱς , ἐράω 2 pour forth pres part act fem acc pl (doric) ἐρά̱σᾱς , ἐράω 2 pour forth pres part act fem gen sg (doric) ἐρά̱σᾱς … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημέτερος — έρα, ο (AM ἡμέτερος, έρα, ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, έρα, ον, αιολ. τ. άμμέτερος, έρα, ον) (κτητ. αντων.) 1. αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο δικός μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (και για έναν κτήτορα αντί τού ενός) ο… … Dictionary of Greek
ἐράτων — ἐρά̱των , ἐράω 1 love pres imperat act 3rd pl ἐρά̱των , ἐράω 1 love pres imperat act 3rd dual ἐρά̱των , ἐράω 2 pour forth pres imperat act 3rd pl ἐρά̱των , ἐράω 2 pour forth pres imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)