- ὕλημα
ὕλημα, τό, Gebüsch, Strauchwerk, Reisig, bes. die Klasse der Gewächse, die zwischen ϑάμνος u. βοτάνη stehen, Theophr.; – a. Sp. übh. Stoff, Masse.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕλημα, τό, Gebüsch, Strauchwerk, Reisig, bes. die Klasse der Gewächse, die zwischen ϑάμνος u. βοτάνη stehen, Theophr.; – a. Sp. übh. Stoff, Masse.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕλημα — ὕ̱λημα , ὕλημα woody plants neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύλημα — ήματος, τὸ, Α θάμνος, χαμόκλαδο, ιδίως ως περιληπτική ονομασία τών φυτών που κατατάσσονται μεταξύ θάμνων και βοτάνων («ἐν δὲ τοῑς θαμνώδεσι καὶ ὅλως τοῑς κλήμασιν οἷον καλάμῳ τε καὶ νάρθηκι καὶ τοιούτοις εἰσίν», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + κατάλ … Dictionary of Greek
υληματικός — ή, όν, Α [ὕλημα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα υλήματα («καὶ ἐνίων ὑληματικῶν ὧν αἱ μὲν ῥίζαι γλυκεῑαι τὰ δὲ ὑπὲρ γῆς οὐχ ὅμοια», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
ὑλημάτων — ὑ̱λημάτων , ὕλημα woody plants neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλήμασι — ὑ̱λήμασι , ὕλημα woody plants neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλήμασιν — ὑ̱λήμασιν , ὕλημα woody plants neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλήματα — ὑ̱λήματα , ὕλημα woody plants neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλήματος — ὑ̱λήματος , ὕλημα woody plants neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)