ὕλη

ὕλη

ὕλη, , 1) Gehölz, Wald, Hom., Hes. u. Folgde; πολλὰν ὕλαν πῦρ ἀΐστωσεν, Pind. P. 3, 37; δαί. ων φλόγα ὕλης ὀρείας, Aesch. Ag. 483. – Bei Xen. An. 1, 5, 1 Gesträuch und Staudengewächse, im Ggstz zu den Bäumen, wie auch Her. 3, 112 zu verstehen. – 2) das gefällte Holz, Bau- u. Brennholz; Il. 23, 50. 111. 139 Od. 9, 234. 10, 104 u. sonst; Her. 4, 164. 6, 80. 7, 36; ναυπηγησίμη, Schiffsbauholz, Plat. Legg. IV, 705 c. – 3) Uebh. Stoff, Materie, woraus Etwas bereitet wird, der rohe, unverarbeitete Stoff, gleichviel ob Holz, wie Od. 5, 257, oder Stein, Metall u. dgl.; Soph. frg. 743 παρ' ἄκμονι τυπάδι βαρείᾳ ὕλην ἄψυχον δημιουργοῦντες; vgl. Plat. Tim. Locr. 97 e; ὕλη ἰατρική, materia medica, Galen.; τραγική, Pol. 2, 16, 14; – ἐν ὕλῃ, der Materie nach, bes. Sp. – Im chemischen Sinne, die Unterlage od. Basis, welche die eigentliche Masse giebt. – Es scheint wie υἱός von ὕω, Fύω = φύω abzuleiten, der Ort, wo das Holz wächst; davon sylva.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ύλη —         (hyle) (греч.) материя, вещество, материал. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • Ὕλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὕλῃ — Ὕλη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

  • ύλη — η 1. κάθε ουσία με διαστάσεις και βάρος που υπάρχει στο χώρο, που είναι διαιρετή, μπορεί να πάρει κάθε σχήμα και αποτελεί το αντικείμενο των αισθήσεών μας. 2. το υλικό με το οποίο είναι κατασκευασμένο ή από το οποίο αποτελείται κάτι, το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὕλη — ὕ̱λη , ὕλη forest fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὗλις mud fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὕ̱λη , ὑλάω bark imperf ind act 3rd sg (doric) ὑλάω bark pres imperat act 2nd sg (doric) ὕ̱λη , ὑλάω bark imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕλῃ — ὕ̱λῃ , ὕλη forest fem dat sg (attic epic ionic) ὕληι , ὗλις mud fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκφυλισμένη ύλη — Ύλη σε πολύ πυκνή κατάσταση που μπορεί να εξασκήσει πίεση εξαιτίας κβαντομηχανικών φαινομένων. Η ε.ύ. βρίσκεται στους λευκούς νάνους και στους αστέρες νετρονίων των οποίων η απομένουσα μάζα, μετά την έκρηξη, έχει πυκνότητα της τάξης των… …   Dictionary of Greek

  • διαστρική ύλη — Η διάχυτη ύλη που βρίσκεται μεταξύ των διαφόρων αστέρων. Από την εποχή του Γαλιλαίου, όταν οι αστρονόμοι απέκτησαν τη δυνατότητα να παρατηρούν και να ερευνούν τον ουρανό με τηλεσκόπια, κατόρθωσαν να διακρίνουν διάφορα λευκά φωτεινά νέφη σε πολλά… …   Dictionary of Greek

  • μεσοαστρική ύλη — (Αστρον.). Ύλη που βρίσκεται στο μεσοαστρικό διάστημα και που συγκεντρώνεται σε σύννεφα ακανόνιστου σχήματος και κατανομής. Αποτελείται από αέριο ή σκόνη και είναι πολύ αραιότερη από την ύλη των νεφελωμάτων. Η μεσοαστρική σκόνη αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • πρώτη ύλη — Aπό τεχνικοοικονομική έννοια πρώτες ύλες είναι τα καταναλωτικά αγαθά, που καταναλώνονται από μια επιχείρηση για παραγωγικούς σκοπούς, δηλαδή εκείνα που βρίσκονται στη βάση των διαδικασιών μεταποίησης (στάρι, βαμβάκι, μεταλλεύματα) και εκείνα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”