- ὕλαξ
ὕλαξ, ακος, ὁ, = ὑλακτητής, der Beller, Drac. p. 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕλαξ, ακος, ὁ, = ὑλακτητής, der Beller, Drac. p. 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ύλαξ — ακος, ὁ, Α ὑλακτητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ω* «γαβγίζω» + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. σκύλ αξ)] … Dictionary of Greek