- ἕλκημα
ἕλκημα, τό, das Fortgeschleppte, die Beute, Eur. Herc. Fur. 568.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἕλκημα, τό, das Fortgeschleppte, die Beute, Eur. Herc. Fur. 568.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έλκημα — ἕλκημα, το (Α) φρ. «κυνῶν ἕλκημα» αυτό που θα σύρουν και θα κατασπαράξουν τα σκυλιά … Dictionary of Greek
ἕλκημα — that which is torn in pieces neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλκυσμα — ἕλκυσμα, το (AM) ο τρόπος ή το μέσο με το οποίο κάποιος έλκει, τραβά κάτι αρχ. 1. το νήμα που τραβιέται ενώ κλώθεται 2. το έλκημα 3. η σκουριά τού αργύρου … Dictionary of Greek
έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek