- ἕλιξις
ἕλιξις, ἡ, das Winden, Umwickeln, die Windung, Hippocr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἕλιξις, ἡ, das Winden, Umwickeln, die Windung, Hippocr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έλιξις — ἕλιξις, η (AM) συστροφή τών εντέρων αρχ. τύλιγμα τού επιδέσμου … Dictionary of Greek
ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… … Dictionary of Greek