- ἕλιγμα
ἕλιγμα, τό, das Gewundene, sich Ringelnde; κόμης, die Locken, Leon. Tar. 5 (VI, 211); ἱμάντων, Windung, Ephipp. bei Ath. XII, 509 d; Decke, II, 48 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἕλιγμα, τό, das Gewundene, sich Ringelnde; κόμης, die Locken, Leon. Tar. 5 (VI, 211); ἱμάντων, Windung, Ephipp. bei Ath. XII, 509 d; Decke, II, 48 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἕλιγμα — fold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλιγμα — το (Α ἕλιγμα) συστροφή, τύλιγμα νεοελλ. αρχιτεκτονικό κόσμημα με ελικοειδείς γλυφές αρχ. 1. βραχιόλι 2. σκέπασμα 3. δέμα, πακέτο 4. βόστρυχος, μπούκλα 5. ιατρ. θλάσμα τού κρανίου … Dictionary of Greek
έλιγμα — το, ατος 1. συστροφή, τύλιγμα. 2. αρχιτεκτονικό κόσμημα με ελικοειδείς γλυφές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑλίγμασι — ἕλιγμα fold neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλίγμασιν — ἕλιγμα fold neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλίγματα — ἕλιγμα fold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλίγματι — ἕλιγμα fold neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλίγματος — ἕλιγμα fold neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είλιγμα — εἵλιγμα, το (Α) βλ. έλιγμα … Dictionary of Greek
ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… … Dictionary of Greek
ՄԱՆՈՒԱԾ — (ոյ, ոց.) NBH 2 0206 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 11c, 12c, 13c գ. πλοκή, σκολιότης nexus, plicatura, tortuositas ἔλιγμα volutatio, involutio. Մանելն, իլն, եւ մանեալն. ոլորք. հիւսուած. շարամանութիւն. ... *Հայեցեալ ետես երանելին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)