ὕνις

ὕνις

ὕνις, εως, ἡ, s. ὕννις.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ύνις — η / ὕνις, εως, ἡ, ΝΑ, και ὕννις και ὕννη και ὕννης, ὁ, ιων. τ. γεν. ιος, Α (λόγιος τ.) το υνί νεοελλ. ανατ. άζυγο οστό τού προσωπικού κρανίου σε σχήμα λεπτού ακανόνιστου τετραπλεύρου που θυμίζει το υνί αρότρου και αποτελεί το άνω οπίσθιο οστέινο… …   Dictionary of Greek

  • ὕνις — ὕνῑς , ὕνις ploughshare fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ὕνις ploughshare fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕνει — ὕνις ploughshare fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὕνεϊ , ὕνις ploughshare fem dat sg (epic) ὕνις ploughshare fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕνιν — ὕνις ploughshare fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕνιος — ὕνις ploughshare fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υνί — το / ὕνιον, ΝΑ, και γυνί και γενί και υνίο και υννίο Ν [ὕνις] νεοελλ. το τραπεζοειδές αιχμηρό μεταλλικό έλασμα στο άκρο τού αρότρου, που εισδύει στο έδαφος και τό ανασκάπτει 2. παροιμ. «βρήκε η νύφη μας το υνί πίσω από την πόρτα» λέγεται γι… …   Dictionary of Greek

  • SUS Alba — memorata Propertio l. 4. El. 1. v. 35. Albae suis omine natam, Aeneae suit, et, Vatrone teste de R. R. l. 2. c.4 Lavinii trigintae porcos perperit albos, itaque factum triginta annis, ut Lavinenses conderent oppidum Albam. Eius Suis ac porcorum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νεόγναθα — τα ζωολ. υπέρταξη πτηνών τών οποίων ο οστέινος ουρανίσκος έχει δομή κατά την οποία η ύνις είναι ανεξάρτητη από τα υπερώια και πτεριγοειδή οστά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neognathae (< νε[ο] + γνάθος)] …   Dictionary of Greek

  • παλαιόγναθος — η, ο ζωολ. 1. όρος που αναφέρεται στην οργάνωση τού οστέινου ουρανίσκου τών πτηνών, όταν η ύνις, τα υπερώια και τα πτερυγοειδή οστά είναι συγκολλημένα μεταξύ τους 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παλαιόγναθα πτηνά που έχουν τέτοιο ουρανίσκο. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

  • υνόβιος — (hynobios). Γένος αμφίβιων κερκοφόρων, από τα σαλαμανδροειδή, της ομοιογένειας των Λεχριοδόντων, που περιλαμβάνει διάφορα είδη, γνωστότερο από τα οποία είναι ο υ. του Κάυζερλιγκ. Τα αμφίβια αυτά ζουν στη Σιβηρία. Τα δόντια του πάνω σαγονιού τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”