ὕδω

ὕδω

ὕδω, singen, besingen, preisen, übh. sagen, erzählen, nennen, dah. pass. heißen, Hesych.; sonst nur sp. D., u., wie es scheint, nur in der Nebenf. ὑδέω, ὑδείω (s. oben). Davon wird ὕμνος abgeleitet, vgl. ὕδης, ὕδνης, ὕϑλος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ύδω — Α (δ. τ.) βλ. ὑδέω …   Dictionary of Greek

  • ὑδῶ — ὑδέω call pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑδέω call pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕδω — ὕδης vádati masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδω — (Α ᾄδω, ιωνικός και ποιητικός τύπος ἀείδω) τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μσν. 1. λέω 2. (για τον άνεμο) ηχώ, σφυρίζω αρχ. 1. (για ζώα) βγάζω τον χαρακτηριστικό ήχο ή κραυγή 2. (για ήχους) ηχώ, κτυπώ 3. συναγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 4. τραγουδώ σε …   Dictionary of Greek

  • αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • αυδή — αὐδή, η (Α) 1. ομιλία, ανθρώπινη φωνή 2. (για το τόξο, τη σάλπιγγα, τον τζίτζικα) ήχος, τριγμός, κλαγγή 3. φήμη, διάδοση 4. άσμα, ωδή 5. φωνή του θεού, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυδή (βασική σημασία «ανθρώπινη φωνή»), που μαρτυρείται ήδη από τον… …   Dictionary of Greek

  • υδέω — και επικ. τ. ὑδείω και δ. τ. ὕδω Α 1. καθιστώ κάποιον ονομαστό, υμνώ, εγκωμιάζω («αὐτίκα χαλκῆας μὲν ὑδείομεν Ἡφαίστοιο», Καλλ.) 2. (κατά τον Θεόγνωστ.) «ὕδειν τρέχειν, λέγειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑδέω και οι παρλλ. ονοματικοί τ. ὕδη, ὕδης ανάγονται… …   Dictionary of Greek

  • au̯-6, au̯ed- —     au̯ 6, au̯ed     English meaning: to speak     Deutsche Übersetzung: ‘sprechen”     Material: Gk. Hom. αὖε Imperf. “ (he, she) called (out), shouted “, ἄβα τροχὸς ἤ βοή Hes. O.Ind. vádati “ lets the voice resound, talks “ (perf. ūdima ,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”