ἕκᾱτι

ἕκᾱτι

ἕκᾱτι, dor. u. att. = ἕκητι, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έκατι — ἕκατι (δωρ. τ.) (Α) (αντί ἕκητι) ένεκα …   Dictionary of Greek

  • ἕκατι — ἕκᾱτι , ἕκητι by the will of attic doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαράμπυξ — λιπαράμπυξ, υκος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει λιπαρό άμπυκα, λαμπρό διάδημα, ταινία τής κεφαλής («εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαρόμπυκος», Πίνδ.) 2. (παρωδία στον Αριστοφ.) ως επίθ. καρύκευμα ψαριών («οἱ δὲ Θασίαν ἀνακυκῶσι λιπαράμπυκα», Αριστοφ.).… …   Dictionary of Greek

  • μελέτη — I Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες… …   Dictionary of Greek

  • όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”