- ὕειος
ὕειος, auch zweier Endgn, vom Schweine; ὑεία κοιλία, Ar. Equ. 356; ὥςπερ ϑηρίον ὕειον, Plat. Rep. VII, 535 e; τρίχες, Arist. H. A. 3, 12; πούς, Luc. Alex. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕειος, auch zweier Endgn, vom Schweine; ὑεία κοιλία, Ar. Equ. 356; ὥςπερ ϑηρίον ὕειον, Plat. Rep. VII, 535 e; τρίχες, Arist. H. A. 3, 12; πούς, Luc. Alex. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕειος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υειός — ὁ, Α (βοιωτ. τ.) βλ. υιός … Dictionary of Greek
ύειος — εία, ον, και ὕεος, έα, ον, Α [ὗς, ὑός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χοίρους, στα γουρούνια 2. φρ. «θηρίον ὕειον» μτφ. άνθρωπος εντελώς απαίδευτος και αγροίκος, κτηνώδης … Dictionary of Greek
ὑείων — ὕειος of fem gen pl ὕειος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕειον — ὕειος of masc acc sg ὕειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑείαις — ὕειος of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑείοις — ὕειος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑείοισι — ὕειος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑείοισιν — ὕειος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑείου — ὕειος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑείους — ὕειος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)