ἕκτωρ

ἕκτωρ

ἕκτωρ, ορος, ὁ, der Festhalter, Anker; Luc. Lexiph. 15; Lycophr. 100; vgl. ἕστωρ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έκτωρ — ἕκτωρ, ο, η (Α) 1. αυτός που κρατεί, συγκρατεί ή στηρίζει γερά (και επίθ. τού Διός) (για άγκυρες) «ἕκτορες πλημμυρίδος» (Λυκόφρ.) συγκρατητές, εμποδιστές τών κυμάτων 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕκτωρ α) είδος άγκυρας β) κεκρύφαλος* γ) στον πληθ. (κατά… …   Dictionary of Greek

  • Ἕκτωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκτωρ — holding fast masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δούκας, Έκτωρ — (Σμύρνη 1886 – Αθήνα 1960). Ζωγράφος. Σπούδασε στη Βενετία, στο Μόναχο και στο Παρίσι. Το 1907 εγκαταστάθηκε στο Μόναχο, όπου το 1913 τιμήθηκε στη διεθνή έκθεση της πόλης. Διακρίθηκε για τις προσωπογραφίες και τα τοπία του. Διακόσμησε το… …   Dictionary of Greek

  • Κακναβάτος, Έκτωρ — (Πειραιάς 1920 –). Φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή Γιώργου Κοντογιώργη. Σπούδασε στη μαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1941) και σταδιοδρόμησε ως καθηγητής σε ιδιωτικά σχολεία της μέσης εκπαίδευσης. Παράλληλα, ασχολήθηκε με την ποίηση… …   Dictionary of Greek

  • Ἑκτορέων — Ἕκτωρ fem gen pl Ἕκτωρ masc/neut gen pl Ἑκτόρεος fem gen pl Ἑκτόρεος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑκτόρεον — Ἕκτωρ masc acc sg Ἕκτωρ neut nom/voc/acc sg Ἑκτόρεος masc acc sg Ἑκτόρεος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑκτορέη — Ἕκτωρ fem nom/voc sg (epic ionic) Ἑκτόρεος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑκτορέην — Ἕκτωρ fem acc sg (epic ionic) Ἑκτόρεος fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑκτορέης — Ἕκτωρ fem gen sg (epic ionic) Ἑκτόρεος fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑκτορέοιο — Ἕκτωρ masc/neut gen sg (epic) Ἑκτόρεος masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”