- ἕξ-πους
ἕξ-πους, sechsfüßig, VLL. aus Plat. com.; vgl. Lob. Phryn. 414.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἕξ-πους, sechsfüßig, VLL. aus Plat. com.; vgl. Lob. Phryn. 414.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πούς — foot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
πους (πόδι) — Μονάδα μήκους· ρωμαϊκός = 0,296 μ., παρισινός = 0,3248 μ., αγγλικός, ρωσικός, αμερικανικός 0,304 μ … Dictionary of Greek
Ἀλλ’ οὐδεὶς οἶδεν ὅπου με θλίβει ποῦς. — См. У всякого своя блошка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ρεγιέ, Zορζ Aντουάν Πους — (Rayet, 1839 – 1906). Γάλλος αστρονόμος. Αρχικά διορίστηκε έκτακτος αστρονόμος και τμηματάρχης της μετεωρολογικής υπηρεσίας του αστεροσκοπείου του Παρισιού. Το 1874 διορίστηκε στο πανεπιστήμιο της Μασσαλίας και το 1876 στο Μπορντό όπου, μετά από… … Dictionary of Greek
ποδοῖιν — πούς foot masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδοῖν — πούς foot masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδός — πούς foot masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσσί — πούς foot masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσσίν — πούς foot masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσί — πούς foot masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)