ὕϊνος

ὕϊνος

ὕϊνος, vom Schweine, ihm eigen, dah. schweinisch, im Betragen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ύϊνος — ον, Α μτφ. (για πρόσ.) αγροίκος, χυδαίος, σκαιός, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + κατάλ. ινος (πρβλ. ἰχθύ ϊνος)] …   Dictionary of Greek

  • свиной — прилаг., свин, род. п. свина – ругательство (Преобр.), укр. свиний, др. русск., ст. слав. свинъ (Остром., Мар., Зогр.). Производное от и. е. *sūs свинья , ср. лат. suīnus свиной , гот. swein ср. р. свинья , греч. ὕινος свиной , др. инд. sūkaras… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • στύπινος — η, ο / στύπ(π)ινος, ίνη, ον, ΝΜΑ, και στούπ(π)ινος, ίνη, ον, Μ, και στυππέϊνος και στιπ(π)ύϊνος και στυππόϊνος και στιππόϊνος και στιπύϊνος Α κατασκευασμένος από στουπί αρχ. μτφ. όμοιος με στουπί, αδύνατος, ασθενής («γέρων στύππινος», Κωμ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”