- παντ-εύ-μορφος
παντ-εύ-μορφος, ganz schön gestaltet, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντ-εύ-μορφος, ganz schön gestaltet, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντόμορφος — ον, Α 1. πάμμορφος* 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παντόμορφος α) το Σύμπαν β) γλυπτή μορφή ως ακροστόλιο πλοίου, πιθ. ο Πρωτεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ μορφος] … Dictionary of Greek