- ἕψημα
ἕψημα, τό, 1) das Gekochte, dick gekochter Most, sapa, Plin. H. N. 14, 9, 11. – 2) was zum Kochen paßt, kochbar ist, βολβοὺς καὶ λάχανα, οἷα δὴ ἐν ἀγροῖς ἑψήματα Plat. Rep. II, 372 c, wie V, 455 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἕψημα, τό, 1) das Gekochte, dick gekochter Most, sapa, Plin. H. N. 14, 9, 11. – 2) was zum Kochen paßt, kochbar ist, βολβοὺς καὶ λάχανα, οἷα δὴ ἐν ἀγροῖς ἑψήματα Plat. Rep. II, 372 c, wie V, 455 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἕψημα — anything boiled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έψημα — το (ΑΜ ἕψημα) [ἕψω] μούστος που έβρασε ώσπου να μείνει το ένα τρίτο του, πετιμέζι αρχ. 1. βρασμένο φαγητό 2. στον πληθ. τὰ ἑψήματα α) χόρτα, λάχανα που τρώγονται μαγειρεμένα, βρασμένα β) παχύς ζωμός, χυλός που παρασκευάζεται με χόρτα ή φρούτα… … Dictionary of Greek
ἑψημάτων — ἕψημα anything boiled neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑψήμασι — ἕψημα anything boiled neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑψήμασιν — ἕψημα anything boiled neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑψήματα — ἕψημα anything boiled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑψήματι — ἕψημα anything boiled neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑψήματος — ἕψημα anything boiled neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вариво — ВАРИВ|О (26), А с. Сваренная пища: нъ никъто же ѡ(т) мьнихъ проси въ келию свою възѩти. или варива или сочива. или иного чьсо тамо положити. нъ вьсе обьще да ˫адѩ(т). УСт XII/XIII, 202; колико ихъ [нищих] за цѣлъ мѣсѩць не вкоусѩть варива.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έψεμα — ἕψεμα, τὸ (ΑΜ) [ἕψω] (μτγν. και μσν. τ. τού ἕψημα*) 1. έψημα, βρασμένο φαγητό 2. πολτός, χυλός μσν. στον πληθ. τὰ ἑψέματα λαχανικά κατάλληλα για μαγείρεμα … Dictionary of Greek
εψηματώδης — ἑψηματώδης, ες (Α) [ἕψημα] όμοιος με έψημα … Dictionary of Greek