- ὕφανσις
ὕφανσις, ἡ, das Weben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕφανσις, ἡ, das Weben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕφανσις — weaving fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάνσει — ὕφανσις weaving fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑφάνσεϊ , ὕφανσις weaving fem dat sg (epic) ὕφανσις weaving fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάνσεις — ὕφανσις weaving fem nom/voc pl (attic epic) ὕφανσις weaving fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕφανσιν — ὕφανσις weaving fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύφανση — η / ὕφανσις, άνσεως, ΝΜΑ, και ὑφανσία Μ, και, κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, ὑφασία Α [ὑφαίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υφαίνω, η κατασκευή υφάσματος νεοελλ. συνεκδ. ο τρόπος με τον οποίο έχει κατασκευαστεί ένα ύφασμα («αυτή η κουβέρτα έχει… … Dictionary of Greek
ὑφάνσεως — ὑφάνσεω̆ς , ὕφανσις weaving fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)