- ἕφ-αψις
ἕφ-αψις, ἡ, die Berührung, Aesch. Suppl. 45 (vgl. ἐφάπτωρ); Schol. Ap. Rh. 1, 842.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἕφ-αψις, ἡ, die Berührung, Aesch. Suppl. 45 (vgl. ἐφάπτωρ); Schol. Ap. Rh. 1, 842.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άψις — ἅψις, η (Α) [άπτω] 1. άγγιγμα, επαφή 2. φρ. «ἅψις φρενῶν» παραφροσύνη … Dictionary of Greek
ἄψις — ἄψῑς , ἄψις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ἄψις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅψις — ἅψῑς , ἅψις touching fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ἅψις touching fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψίς — ἀψί̱ς , ἁψίς loop fem nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁψίς — ἁψί̱ς , ἁψίς loop fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αψίς — η βλ. αψίδα … Dictionary of Greek
ἀψῖδα — ἁψίς loop fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψῖδας — ἁψίς loop fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψῖδες — ἁψίς loop fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψῖδι — ἁψίς loop fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψῖδος — ἁψίς loop fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)