- ὕσχλος
ὕσχλος, ὁ, = ὕσκλος, Poll. 7, 80.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕσχλος, ὁ, = ὕσκλος, Poll. 7, 80.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ύσχλος — ὁ, Α βλ. ὕσκλος … Dictionary of Greek
ύσκλος — και ὕσχλος, ὁ, ἡ, Α 1. δερμάτινο κορδόνι ή τρύπα από την οποία περνούσαν το δερμάτινο κορδόνι σανδαλιού 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὕσκλοι αἱ λαγναὶ τῶν ἱματίων». [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος τού καθημερινού λεξιλογίου, πιθ. δάνειος, άγνωστης, όμως,… … Dictionary of Greek